μακρόθυμον

μακρόθυμον
μακρόθῡμον , μακρόθυμος
long-suffering
masc/fem acc sg
μακρόθῡμον , μακρόθυμος
long-suffering
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”